χολοσκάνω

χολοσκάνω
χολοσκάνω και χολοσκάζω και χολοσκώ χολόσκασα, χολοσκασμένος
1. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι: Δε χολοσκάω, γιατί δεν ήρθε.
2. λυπώ, θλίβω, εξοργίζω: Το χολόσκασες το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χολοσκάνω — Ν βλ. χολοσκάζω …   Dictionary of Greek

  • χολοσκάζω — και χολοσκάνω και χολοσκώ, άω, Ν 1. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί ή να εξοργισθεί, εξερεθίζω 2. (αμτβ.) βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + σκάζω / σκάνω/ σκω] …   Dictionary of Greek

  • χολοσκάζω — βλ. χολοσκάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολοσκώ — και χολοσκάω βλ. χολοσκάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”